Οι 7+1 φάκελοι της επόμενης μέρας των εκλογών για την οικονομία
Του Τάσου Δασόπουλου
Η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει μάλλον από τον 2ο κύκλο των εκλογών, κοντά στις αρχές Ιουλίου, θα έχει να αντιμετωπίσει 9 σοβαρά θέματα που θα κρίνουν αν η Ελλάδα θα αφήσει οριστικά πίσω της τα κατάλοιπα της πολυετούς οικονομικής κρίσης και των διεθνών κρίσεων που ακολούθησαν.
Από το 2019 μέχρι και τον Αύγουστο του 2022 η Ελλάδα, μετά την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου, κατάφερε να ολοκληρώσει και την τετραετή ενισχυμένη εποπτεία που επέβαλαν οι δανειστές λόγω των μεγάλων δημοσιονομικών προβλημάτων που συνέχιζε να αντιμετωπίζει και του υψηλού χρέους. Στο διάστημα αυτό η Ελλάδα αποπλήρωσε πρόωρα περίπου 8,5 δισ. δανείων στο ΔΝΤ και 3,6 δισ. ευρώ από δάνεια που πήρε από τις χώρες της Ευρωζώνης το 2010. Έτσι, βρέθηκε στο τέλος Αυγούστου του 2022 στη μετά το Μνημόνιο κατάσταση όπου βρέθηκαν η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Κύπρος και η Ισπανία μετά την ολοκλήρωση των δικών τους Μνημονίων πολλά χρόνια νωρίτερα.
Σε εσωτερικό επίπεδο, η χώρα κατάφερε να αυξήσει το ΑΕΠ από τα 176 δισ. το 2018 στα 210 δισ. ευρώ το 2022, μείωσε την ανεργία από το 16,5% το 2018 κοντά στο 12,5% το 2022, ενώ κάτι άρχισε να κινείται ανοδικά και στα εισοδήματα, τα οποία ήταν παγωμένα για 10 χρόνια, κυρίως με την αύξηση του κατώτερου μισθού κατά 20%. Παράλληλα, την τριετία 2020-2022 η οικονομία στηρίχθηκε με μέτρα συνολικής αξίας 57 δισ. ευρώ, απαλείφοντας τον κίνδυνο των μαζικών λουκέτων και της κορύφωσης της ανεργίας, ειδικά κατά την περίοδο του κορονοϊού. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν από το 10% του ΑΕΠ το 2019 στο 15% του ΑΕΠ το 2022, αν και παραμένουν ακόμη πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο της Ε.Ε., που έφτασε το 2022 στο 24,3% του ΑΕΠ. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν με πρωτόγνωρα υψηλούς ρυθμούς, που έφτασαν το 35% το 2022, αλλά παραμένουν ως αξία χαμηλότερες από ό,τι οι εισαγωγές και άρα παραμένουν “αρνητικές” στον υπολογισμό του ΑΕΠ.
Δημοσιονομικά, η χώρα κατάφερε να μειώσει το ποσοστό του χρέους της ως προς το ΑΕΠ κατά 35,5% την τριετία 2020-2022, αλλά στο τέλος του προηγούμενου χρόνου ήταν στο 171,1% του ΑΕΠ, παραμένοντας με διαφορά το υψηλότερο εντός της Ε.Ε. Το πρωτογενές ισοζύγιο, από έλλειμμα 7,1% του ΑΕΠ το 2020, κατάφερε να περάσει σε οριακό πρωτογενές πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ το 2022.
Η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας έχει αναβαθμιστεί 12 φοράς από το 2019. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα παραμένει η μοναδική χώρα της Ε.Ε. που δεν διαθέτει ακόμη την ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα.
Η τετραετία η οποία θα ξεκινήσει από το 2024 φέρνει μια σειρά από αλλαγές οι οποίες θα απαιτήσουν ακόμα μεγαλύτερες προσπάθειες, για να διορθωθούν τα πολλά προβλήματα που προϋπήρχαν και, παρά τις βίαιες προσαρμογές που είχαμε μέσα στα τρία Μνημόνια, συνεχίζουν να πλήττουν την οικονομία μέχρι και σήμερα.
Η επόμενη κυβέρνηση θα έχει πολλή δουλειά για να βελτιώσει τη λειτουργία του κράτους και να ενισχύσει την οικονομική δραστηριότητα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον για την επόμενη 10ετία. Την επομένη του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης θα πρέπει να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της σε 9 κρίσιμα πεδία. Τα κρίσιμα ορόσημα της επόμενης ημέρας έχουν ως εξής:
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έχει χαρακτηριστεί −και είναι− εθνικός στόχος. Τούτο διότι θα αναβαθμίσει ριζικά την εμπιστοσύνη των αγορών προς την Ελλάδα. Στην νέα εποχή που θα μπει ο δημόσιος δανεισμός, η φθηνότερη χρηματοδότηση του κράτους θα “μεταδοθεί” άμεσα στις τράπεζες και από εκεί στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, γεγονός πολύ σημαντικό σε μια περίοδο σταθερά αυξανόμενων επιτοκίων. Η Ελλάδα έχει αναβαθμιστεί το προηγούμενο διάστημα από 4 οίκους αξιολόγησης (Fitch, S&P, DBRS, Scope) στη βαθμίδα που είναι ένα σκαλί κάτω από την επενδυτική. Το κλειδί για την κατάκτησή της είναι η επόμενη κυβέρνηση να υιοθετήσει μια οικονομική πολιτική ανάλογη με τη σημερινή, που έχει ως βάση τη συνετή δημοσιονομική πολιτική. Ένας −ακόμα− λόγος που επείγει η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδα το 2023 είναι το γεγονός ότι το 2024 η ΕΚΤ θα επανεξετάσει το ειδικό καθεστώς διακράτησης των ελληνικών ομολόγων ύψους 38 δισ. που είχε συγκεντρώσει μέσω του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων (PEPP) κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Η συνέχιση της μείωσης του χρέους
Η ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα θα είναι το “τέλος της αρχής” μιας νέας εποχής για την Ελλάδα, η οποία θα βρεθεί ενώπιον μεγαλύτερων προκλήσεων. Η χώρα θα πρέπει να συνεχίσει να μειώνει το χρέος της ως προς το ΑΕΠ, εκμεταλλευόμενη το παράθυρο ευκαιρίας μέχρι και το 2032 που έδωσε η συμφωνία για μεσοπρόθεσμη διευθέτηση του χρέους που έγινε το 2018. Προς το παρόν η Ελλάδα διαθέτει ένα μαξιλάρι ύψους περίπου 35 δισ. ευρώ από ταμειακά διαθέσιμα, ενώ 2/3 του χρέους (περίπου 260 δισ. ευρώ) που βρίσκονται στην κατοχή του EFSF και του ESM έχουν “κλειδώσει” με πράξεις περασμένων ετών σε σταθερά επιτόκια και οι ετήσιες ανάγκες χρηματοδότησης παραμένουν κάτω από το 10% του ΑΕΠ, που είναι από τις χαμηλότερες της Ευρώπης. Αν δεν μειώσει το χρέος της κάτω από 130% του ΑΕΠ έως το 2032, θα χρειαστεί νέα ρύθμιση χρέους.
Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες
Ως γνωστόν, από το 2024 για την Ελλάδα αλλά και για τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. επανέρχονται οι δημοσιονομικοί κανόνες. Με βάση την πρόταση που έκανε η Κομισιόν, τα υπερχρεωμένα κράτη-μέλη θα πρέπει να συμφωνήσουν σε ένα σχετικά πιο ευέλικτό 4ετές πλάνο δημοσιονομικής προσαρμογής με στόχο τη μείωση του χρέους.
Ενώ ακόμη το πλαίσιο των δημοσιονομικών κανόνων βρίσκεται σε διαβούλευση, στην πρώτη της ανάγνωση, η πρόταση της Επιτροπής ζητά την αξιολόγηση με μόνο κριτήριο συμφωνημένες “οροφές δαπανών” οι οποίες δεν θα αλλάζουν. Τούτο σημαίνει ότι, σε περίπτωση υπεραπόδοσης, τα υπερπλεονάσματα θα διατίθενται απευθείας στο χρέος και όχι σε θετικά μέτρα για την οικονομία που θα βοηθούν στην ταχύτερη αποκλιμάκωσή του. Αποστολή του νέου οικονομικού επιτελείου είναι να διαπραγματευτεί έτσι ώστε η υπεραπόδοση της οικονομίας να ενισχύει την ανάπτυξη.
Η αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων
Η εξασφάλιση θετικής ανάπτυξης για την Ελλάδα περνά μέσα από την ορθή και έγκαιρη αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων, ύψους περίπου 56 δισ. ευρώ, που εξασφάλισε από τις συμφωνίες του 2020 για το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ 2021-2027.
Μετά και την εκταμίευση της 3ης δόσης, ύψους 1,72 δισ., την οποία αιτήθηκε η Ελλάδα την Τρίτη, μένουν άλλα 23,3 δισ. ευρώ δυνητικών πόρων που θα πρέπει να απορροφηθούν μέχρι και τα μέσα του 2026. Προτεραιότητες για την επόμενη κυβέρνηση θα είναι να υπογράψει τη νέα δανεική σύμβαση των 5 δισ., που μαζί με τα 770 εκατ. ευρώ πρόσθετων επιδοτήσεων θα χρηματοδοτήσει την ελληνική πρόταση για το REPowerEU. Το πρόγραμμα αυτό θα προστεθεί στο “Ελλάδα 2.0” και θα αυξήσει τους διαθέσιμους πόρους του ΤΑΑ προς τη χώρα στα 36,1 δισ. ευρώ.
Τόσο η πρόταση για το REPowerEU όσο και αυτή για την ενδιάμεση αναθεώρηση του “Ελλάδα 2.0” θα πρέπει να ολοκληρωθούν και να κατατεθούν έως το τέλος του χρόνου.
Επίσης, θα πρέπει να ενεργοποιηθούν το ταχύτερο δυνατό τα προγράμματα συνολικού ύψους 20,7 δισ. ευρώ του ΕΣΠΑ 2021-2027.
Η συνέχιση της μείωση των κόκκινων δανείων
Έπειτα από μία 10ετία κρίσης οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες έχουν επιστρέψει σε κερδοφορία και στη χορήγηση νέων δανείων. Διαθέτουν δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 17,3%, και ενώ τα κόκκινα δάνεια με τη λειτουργία του προγράμματος “Ηρακλής” έχουν μειωθεί σημαντικά, στο 9,8%. Ωστόσο το ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλότερο από το 1,83%, που είναι ο μέσος όρος των κόκκινων δανείων στην Ε.Ε. Η αποστολή της νέας κυβέρνησης θα είναι διπλή. Αφενός να αποτρέψει ένα κύμα κόκκινων δανείων λόγω των υψηλών επιτοκίων του ευρώ και αφετέρου να μειώσει ακόμα περισσότερο το ποσοστό των κόκκινων δανείων, ώστε να συγκλίνουν με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Το απερχόμενο οικονομικό επιτελείο πέτυχε, σε συμφωνία με τις τράπεζες, μια ρύθμιση για περίπου 250.000 ενήμερους δανειολήπτες με στεγαστικά δάνεια, την επιδότηση των αυξήσεων των μηναίων δόσεων για έναν χρόνο. Με δεδομένο ότι τα επιτόκια θα μείνουν στο σημερινό τους ύψος (πάνω από 3%) για πάνω από έναν χρόνο, θα πρέπει να υπάρχει μέριμνα για τη συνέχεια μετά το τέλος της ρύθμισης. Επίσης, θα πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες για περαιτέρω μείωση των κόκκινων δανείων, που εμποδίζουν την αύξηση της πιστωτικής επέκτασης.
Η βελτίωση της λειτουργίας του κράτους
Η αναπτυξιακή διαδικασία περνάει και από τη βελτίωση της λειτουργίας του κράτους, που εδώ και χρόνια αποτελεί τροχοπέδη σε νέες παραγωγικές επενδύσεις. Το Ταμείο Ανάκαμψης εξασφάλισε πόρους πάνω από 2,5 δισ. ευρώ για την ψηφιοποίηση του κράτους, που αναμένεται να μειώσει σημαντικά τη γραφειοκρατία. Η προσπάθεια βρίσκεται σε εξέλιξη και θα πρέπει να ολοκληρωθεί έγκαιρα και χωρίς τα λάθη που έγιναν στο παρελθόν.
Ιδιαίτερη σημασία έχει ο εκσυγχρονισμός της λειτουργίας της Δικαιοσύνης, η οποία θα πρέπει να έχει τις προϋποθέσεις να επιλύει διαφορές σε πολύ λιγότερο από 5-6 χρόνια που κάνει σήμερα.
Άλλες μεταρρυθμίσεις, όπως η ολοκλήρωση του Κτηματολογίου και τα πολεοδομικά σχέδια, μπορούν να βοηθήσουν στην προσέλκυση νέων παραγωγικών επενδύσεων (greenfield investments), που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και θα μειώσουν με μόνιμο τρόπο την ανεργία, η οποία, παρά τη μείωσή της, παραμένει η δεύτερη υψηλότερη στην Ε.Ε.
Η αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους
Μια μεγάλη πρόκληση παραμένει η αντιμετώπιση του τεράστιου ιδιωτικού χρέους σε Δημόσιο και τράπεζες, που ξεπερνά σήμερα τα 256 δισ. ευρώ, το οποίο αναλύεται σε 115 δισ. ευρώ κόκκινα δάνεια, 113 δισ. ευρώ ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία και 28 δισ. ευρώ χρέος προς τα ασφαλιστικά ταμεία..
Έπειτα από πολλά και διαφορετικά μέτρα στήριξης κατά τη διάρκεια του κορονοϊού (αναβολή φορολογικών υποχρεώσεων, πρόγραμμα “Γέφυρα”, επιστρεπτέα προκαταβολή), φτάσαμε στη νομοθέτηση και τη λειτουργία του εξωδικαστικού μηχανισμού διευθέτησης οφειλών, στον οποίο έχουν ενταχθεί ήδη 4.000 οφειλέτες, ενώ σε φάση λειτουργίας θα μπορεί έως το τέλος του χρόνου να είναι και ο μηχανισμός διαχείρισης των πτωχευμένων νοικοκυριών.
Το ιδιωτικό χρέος είναι ένα δύσκολο θέμα, που θα απασχολήσει όχι μόνο την επόμενη, αλλά και αρκετές… επόμενες κυβερνήσεις, αφού κορυφώθηκε την περασμένη 10ετία και θα συνεχίσει να αυξάνεται αν δεν βρεθούν καλύτερες λύσεις.
Η συνέχιση της στήριξης απέναντι στην ακρίβεια
Τέλος, ένα θέμα άμεσης προτεραιότητας είναι η συνέχιση της στήριξης των περισσότερο οικονομικά ευάλωτων νοικοκυριών απέναντι στην ακρίβεια, η οποία καταγράφει μεν μια κάμψη, αλλά δηλώνει ακόμη παρούσα.
Οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα συνεχίζονται, λειτουργώντας προσθετικά και πλήττοντας το εισόδημα κυρίως των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Προς το παρόν σε ισχύ, εκτός από τις επιδοτήσεις στα τιμολόγια του ρεύματος, τα οποία καλύπτονται από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, βρίσκονται το Μarket Pass μέχρι και το τέλος Ιουλίου και το “Kαλάθι του νοικοκυριού”. Με δεδομένο ότι οι υψηλές τιμές στα τρόφιμα θα παραμείνουν και μετά τις εκλογές, θα πρέπει με κάποιον τρόπο η επόμενη κυβέρνηση να συνεχίσει τη στήριξη, έστω και με μια στενότερη περίμετρο δικαιούχων από τη σημερινή.